πολύπνους

πολύπνους
-ουν και πολύπνοος, -ον, Α
1. αυτός που πνέει, που φυσάει με σφοδρότητα
2. πολύ ευώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -πνους / -πνοος (< πνοή), πρβλ. ολιγό-πνους / ολιγό-πνοος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολύπνοια — η, ΝΑ [πολύπνους] νεοελλ. ιατρ. ταχύπνοια, μεγάλη επιτάχυνση τής αναπνοής αρχ. σφοδρότητα τού ανέμου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”